Της Μυρτώς Λοβέρδου (απόσπασμα)

O ελληνιστικός Βούδας που βρίσκεται στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης εκτίθεται ειδικά για το πρόγραμμα «Αμρίτα, το νερό της ζωής- Ιστορήσεις στα μονοπάτια της Ινδίας» με τη Σάσα Βούλγαρη που απευθύνεται σε ενηλίκους. Η έμπειρη παραμυθού αντεπεξήλθε στην πρόσκληση-παραγγελία και ξεκίνησε το γοητευτικό ταξίδι της, κάθε βράδυ Παρασκευής. «Είναι ένα υλικό που προσεγγίζω για πρώτη φορά και ομολογώ ότι το προσεγγίζω με δέος» λέει και αναφέρεται στην πανάρχαια κοιτίδα του πολιτισμού από την οποία άντλησε τα κείμενά της, χωρίς, όπως ομολογεί, να φθάσει «πολύ βαθιά». […]

Η έμπειρη παραμυθού αντεπεξήλθε στην πρόσκληση-παραγγελία και ξεκίνησε το γοητευτικό ταξίδι της, κάθε βράδυ Παρασκευής. «Είναι ένα υλικό που προσεγγίζω για πρώτη φορά και ομολογώ ότι το προσεγγίζω με δέος» λέει και αναφέρεται στην πανάρχαια κοιτίδα του πολιτισμού από την οποία άντλησε τα κείμενά της, χωρίς, όπως ομολογεί, να φθάσει «πολύ βαθιά». Αποσπάσματα από το Ραμαγιάν, τη Μαχαραμπάτα, αποσπάσματα από βουδιστικά κείμενα και σανσκριτική γραμματεία περιλαμβάνονται σ΄ αυτές τις διηγήσεις που ακολουθούν, κυκλικά σχεδόν, την ανθρώπινη ζωή: «Πρώτα είναι η κοσμογονία, μετά ο έρωτας- ποιητικός και σεξουαλικός-και ύστερα ο θάνατος. Στο τέλος μπαίνουν και φιλοσοφικά ερωτήματα». […]

Τι είναι τελικά ο παραμυθάς; «Ένα παράξενο ον» είναι η πρώτη, αυθόρμητη απάντησή της… «Οχι, όχι. Είναι ένας κανονικός άνθρωπος που έχει μεγάλη αγάπη να μοιραστεί τις ιστορίες του. Στην Ελλάδα είμαστε όλοι εν δυνάμει παραμυθάδες, γι΄ αυτό και δεν είχαμε ποτέ επαγγελματίες του είδους. Λίγοι είναι καταγεγραμμένοι, είτε στα καράβια, για να κρατούν ξάγρυπνους τους ναυτικούς,είτε στα καπνά,στην Ξάνθη, γιατί ήταν πιο κοντά στο ανατολίτικο στοιχείο». Και εξηγεί ότι στην Τουρκία και στο Μαρόκο συναντά κανείς ακόμη καφενεία με παραμυθάδες… Την ίδια πάντως τη συναντάμε σε μουσεία και συγκεκριμένους χώρους με τους οποίος συνεργάζεται τώρα το Ισλαμικής Τέχνης, συστηματικά το Κυκλαδικής, περιοδικά το Φυσικής Ιστορίας και το Γαία, ενώ διδάσκει σε δικό της χώρο: «Είμαι μόνιμα κάπου, γιατί πιστεύω πολύ στα στέκια » καταλήγει, καθώς παραδέχεται ότι με τον καιρό, καθώς έχει μάθει να χειρίζεται τα μέσα έκφρασής της, αλλά και τον τρόπο χειρισμού του κοινού της, «μπορώ να λέω ασταμάτητα ιστορίες…».

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: